τοπογραμματεία

τοπογραμματεία
τοπογραμμᾰτ-εία, ,
A office of τοπογραμματεύς, PTeb.24.66 (ii B.C.), PSI1.101.16 (ii A. D.), etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τοπογραμματεία — ἡ, Α [τοπογραμματεύς] το αξίωμα τού τοπογραμματέως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”